συνεδριακῆς

συνεδριακῆς
συνεδριακός
governed by a
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεδριακός — ή, όν, Α [συνεδρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνέδριο 2. αυτός που διοικείται από συλλογικό σώμα («ἀήθεις ὄντας δημοκρατικῆς καὶ συνεδριακῆς πολιτείας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”